Εμφανιζόμενη ανάρτηση

17.2.13

"........Ευφυής είναι με άλλα λόγια ο «καλοφτιαγμένος, ο καλοκαμωμένος» κατά την ψυχή και τη διάνοια".

 

Από τη μηνιαία έκδοση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών " εδώ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ".

  

H εξυπνάδα των νεοελλήνων

Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη*


Δημοσίευση: 17-01-2013 - Στήλη: ΑΠΟΨΕΙΣ - Φύλλο:191


Πριν από χρόνια, όταν ήμουνα στο Μόναχο της Γερμανίας, επανειλημμένως στις συζητήσεις μας με άλλους μετεκπαιδευόμενους διαπιστώναμε, πως οι Έλληνες (επιστήμονες, φοιτητές, εργάτες κ.τ.λ.) δεν υστερούσαν στις επιδόσεις τους από τους άλλους συναδέλφους τους, που προέρχονταν από διάφορες χώρες της υφηλίου, αλλά μάλλον και τους ξεπερνούσαν κατά μέσον όρο. Η διαπίστωση αυτή οδηγούσε όλους μας στο συμπέρασμα, που και από άλλους έχει διατυπωθεί κατά καιρούς, ότι δηλαδή ο Έλληνας διαθέτει «εκ φύσεως» εξυπνάδα, ότι έχει προικιστεί από τον Θεό με μια φυσική εγρήγορση και νοημοσύνη.

Ενώ όμως από τη μια πλευρά αποκομίζαμε αυτές τις αισιόδοξες εντυπώσεις, από την άλλη πρόβαλλε το απαισιόδοξο ερώτημα: Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί και σήμερα οι Έλληνες, οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, δεν μπαίνουν στην πρωτοπορία των λαών, όπως εκείνοι, ή τουλάχιστον γιατί δεν βρίσκονται στην ίδια πολιτιστική στάθμη με τους λεγόμενους «προηγμένους» λαούς, αλλά ακολουθούν πίσω απ’ αυτούς;

Από την αρχή θα ήθελα να διατυπώσω την άποψη ότι το παράδοξο αυτό φαινόμενο έχει τη ρίζα του και σε μια σύγχυση των πραγμάτων, των ονομάτων και των εννοιών αυτών.

Την ορθότητα της παρατηρήσεως αυτής μπορούμε να την εξακριβώσουμε με ευχέρεια πρώτα - πρώτα στην καθημερινή ζωή. Έτσι έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρείται έξυπνος π.χ. ο «καταφερτζής», ο «μπαγαπόντης», ο «κομπιναδόρος», ο «καπάτσος», εκείνος που πετυχαίνει κάτι, έστω και παράνομα ή ανήθικα, αρκεί «να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι».

Στη συνέχεια, την αλήθεια αυτή για την εννοιολογική σύγχυση των πραγμάτων μπορούμε να την διαπιστώσουμε και από τα εν χρήσει λεξικά της ελληνικής γλώσσας π.χ. το «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης (Καθαρευούσης και Δημοτικής)», τομ. Β’, Αθήναι 1953, του Ιω. Σταματάκου έχει : «Εξυπνάδα... ευφυΐα, νοημοσύνη, οξύνοια, (κατ’ επέκτασιν), η πονηρία, η πονηριά, πανουργία, κατεργαρία». Και «Έξυπνος, ο αφυπνισμένος, σηκωμένος από τον ύπνον, ξυπνητός, ο μη κοιμώμενος, (μεταφορικώς και συνκδ.) ο ξύπνιος, ξυπνός, πνευματώδης, τετραπέρατος» (σελ. 1256).

Με βάση τα στοιχεία που παραθέσαμε παραπάνω παρατηρούμε ότι η σημασία της λέξεως εξυπνάδα, ιδίως στη νεότερη γλώσσα, παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα εννοιών, που αρχίζει από το «ευφυΐα» και φτάνει ώς το «πονηρία».

Μετά από τις διαπιστώσεις αυτές νομίζουμε πως τα πράγματα πρέπει να τα αφήσουμε στην τύχη τους, αλλά πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας.

Το πρώτο μέτρο που οφείλουμε να πάρουμε, είναι να βάλουμε τα πράγματα στην ορθή τους βάση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο ένα «ριζικό – ετυμολογικό ξεκαθάρισμα» των λέξεων και εννοιών, μια αποκατάστασή τους στην αρχική, την πραγματική τους σημασία. Έτσι, όπως είδαμε και προηγουμένως, η λέξη έξυπνος στην αρχή σημαίνει εκείνον που βρίσκεται εκτός ύπνου. Έξυπνος είναι εκείνος που δεν κοιμάται, ο «ξύπνιος». Κατ’ επέκταση, βέβαια, έξυπνος είναι εκείνος που δεν κοιμάται κατά την διάνοια. (Πρβλ. Μ. Έλλην. Εγκυκλοπαίδεια).

Με την έννοια αυτή κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι η εξυπνάδα είναι ένα φυσικό χάρισμα και ότι, σαν τέτοιο, αποτελεί μια ικανότητα, ένα σπουδαίο και ανεκτίμητο προτέρημα. Πλην όμως δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί πάλι, ότι εάν η εξυπνάδα παραμείνει ακαλλιέργητη, τότε δεν θα είναι δυνατό να χαρακτηριστεί εξυπνάδα. Όταν δηλαδή θα αποκοιμηθεί κανείς σε αυτή, μπορούμε να πούμε, ότι αυτός ο άνθρωπος είναι έξυπνος, «ξύπνιος»; Η απάντηση είναι, νομίζουμε, απλή.

Επομένως η εξυπνάδα μπορεί να κινηθεί προς κάποιο στόχο, να εξελιχθεί προς μία κατεύθυνση. Αλλά προς ποια;

Αν η κατάσταση αυτή ξεφύγει από το ορθό, αν «πάρει από το στραβό δρόμο», τα αποτελέσματα, όπως είναι ευνόητο, θα είναι δυσάρεστα. Π.χ. αν η εξυπνάδα καταλή- ξει στην «καπατσοσύνη», στην ιδιοτέλεια, στο στενό ατομικό συμφέρον, φυσικό είναι αντί να προκύψει κάτι καλό, να προκύψει κακό. Όταν ο ένας θα κοιτάξει να «ρίξει» τον άλλο, τότε η βεβαιότερη συνέπεια θα είναι και οι δύο τελικά να ζημιωθούν, να πονέσουν.

Εκεί καταντούν αυτοί οι κυριολεκτικά πονηροί (πον-ηροί). Ο Αριστοφάνης σε μια σχετική περίπτωση αναφωνούσε: «ω πόνω πονηρέ» (Σφήκες, στιχ. 466). Εκεί καταλήγουν τα «έξυπνα» αυτά πλάσματα.

Και ο Σατανάς, η διαβολική αυτή φύση, είναι έξυπνος – και μάλιστα πολλοί λένε ότι «δεν κοιμάται ποτέ»--, αλλά τι σημασία έχει αυτό; Ποιο το όφελος; Κανένα. Αντίθετα μάλιστα η ιδιότητά του αυτή δεν εμπόδισε τον Ιησού Χριστό (εξαιτίας και των μεγάλων δεινών που επέφερε στην ανθρωπότητα) να τον χαρακτηρίσει «πονηρόν». Και μας υπέδειξε να λέμε καθημερινώς «ρύσαι ημάς από του πονηρού» (Ματθ. 6,13).

Επομένως εκείνοι που κάνουν το κακό – δηλαδή εκείνοι που μιμούνται τον Διάβολο— δεν είναι έξυπνοι, αλλά είναι και χαρακτηρίζονται πονηροί. Γνώρισμα δηλαδή του πονηρού ανθρώπου είναι η κακότητα, η κακία, η αδικία. Χαρακτη- ριστική είναι η παρατήρηση του Ευριπίδη (Εκάβη, 596): «Ο μεν πονηρός ουδέν άλλο πλην κακός».
Και βέβαια πονηρός δεν είναι μόνο ο άνθρωπος εκείνος που χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να ξεφύγει από τις υποχρεώσεις του, αδιαφορώντας για το κοινωνικό καλό και την πρόοδο των συνανθρώπων του.

Γι’ αυτό και για να αποφύγουμε τα παραπάνω δυσάρεστα αποτελέσματα, οφείλει ο καθένας να θέτει τη φυσική του εξυπνάδα στην υπηρεσία, στο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Οφείλει να την καλλιεργεί και να την χρησιμοποιεί για την πρόοδο και την άνοδο και του εαυτού του και της κοινωνίας. Αυτό θα ήταν δυνατό να διατυπωθεί και ως εξής: Οφείλει να κατευθύνει την εξυπνάδα του προς την ευφυΐα.

Όπως διαπιστώνουμε από τα σχετικά λεξικά ευφυής είναι «ο εύ, ο καλώς πεφυτευμένος από Θεού, ο εύ πεφυκώς» και από γονείς, δασκάλους και λοιπούς παράγοντες. Εκείνος που έχει καλή «φυή». Ευφυής είναι με άλλα λόγια ο «καλοφτιαγμένος, ο καλοκαμωμένος» κατά την ψυχή και τη διάνοια.

Ευφυής θα μπορούσε να πει κανείς ακόμα, ότι είναι ο εύφορος άνθρωπος, ο παραγωγικός. Ευφυής είναι ο δημιουργικός, ο εφευρετικός άνθρωπος, εκείνος που έχει τη δύναμη «ιχνεύειν (ν’ ανιχνεύει) την του καλού τε και ευσχήμονος φύσιν» (Πλάτωνος, Πολιτεία 3,401C). Ευφυής ακόμα είναι εκείνος που αντιλαμβάνεται και προωθεί το ορθό, το δίκαιο, το ωραίο, το ωφέλιμο, το αγαθό.

Ευφυής στη συνέχεια είναι εκείνος ο οποίος σε μια συντροφιά δίνει περιεχόμενο, δίνει χαρά, είναι παράγοντας ειρήνης και αισιοδοξίας. Και σ’ ένα δύσκολο πρόβλημα βρίσκει διέξοδο, δίνει την κατάλληλη, την καλύτερη δυνατή λύση. Τέλος δεν διστάζει να θυσιάσει για τον σκοπό αυτό και το δικό του συμφέρον. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, που λέει: «Καγώ πάντα πάσιν αρέσκω, μη ζητών το εμαυτού συμφέρον, αλλά το των πολλών, ίνα σωθώσι» (Α’ Κορ. 10, 33).

Αυτή λοιπόν, είναι η ευφυΐα. Και θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι ευφυΐα είναι και το να επισημαίνεις έναν άλλο έξυπνο-ευφυή, και εφόσον έχεις τη δυνατότητα να τον προωθείς στην κατάλληλη θέση, ώστε να βοηθήσει και αυτός με τη σειρά του στο γενικό καλό. Ασφαλώς για να φτάσει κανείς, ή μάλλον για να προοδεύει στην ευφυΐα, πρέπει να διακατέχεται και από το πνεύμα της γνήσιας αγάπης, της χριστιανικής προς τον πλησίον αγάπης. Η ευφυΐα είναι ένα είδος τελειότητας και η τελειότητα μάλλον συνδέεται αναπόσπαστα με την αγάπη. Πρβλ. και αυτό που λέει ο Απ. Παύλος: «Επί πάσι δε τούτοις την αγάπην, ήτις εστί σύνδεσμος της τελειότητος» (Κολ. 3, 14).

Το περιεχόμενο, λοιπόν, αυτό έχει η λέξη ευφυΐα. Και τη λέξη αυτή με αυτό το περιεχόμενο οφείλουμε να εμπνεύσουμε στον Ελληνικό λαό ως στόχο, ως σκοπό. Να την εμπνεύσουμε και με τη διδασκαλία και με την πράξη, και με τα λόγια και με το παράδειγμα.


*Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών